Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται, αλλά δεν δύναμαι να αντισταθώ εις μίαν συνεισφοράν εις το κράξιμον το οποίον δέχεται ο πανταχόθεν βαλλόμενος ελεύθερος τύπος (και δια να μην υπάρξει σύγχυσις με την πολλάκις ανεστημένη εφημερίδα, σπεύδω να δηλώσω ότι εννοώ το αγγλιστί λεγόμενον "free press").
Πρόκειται εν προκειμένω περί παρουσιάσεως του νέου οπτικού δίσκου (βαρβαριστί cd) της Μόνικας που βρήκα εδώ (διά λόγους δεοντολογίας παραθέτω την πηγήν, αν και θα προτιμούσα να μην το κάνω - διαθέτω ακόμα κάποια ελάχιστα συναισθήματα συμπονοίας): Breakfast του Γιάννη Νενέ, Athensvoice 3-9 Ιουνίου 2010, τεύχος 304. Το άρθρον αναγιγνώσκεται με τράβηγμα του δεξιού μυός των χειλέων, ώστε να δημιουργείται η εικών μισού χαμογέλου (δείγμα ότι μπήκαμε εις το νόημα και είμεθα εξίσου ψαγμένοι με τον συντάκτην).
Τι μας λέγει λοιπόν ο συντάκτης; Ότι έχει έμπροσθέν του το νέον Γκράαλ της εγχωρίας μουσικής, αλλά, επειδή το έχουν αγγίξει πολλοί και πολύ, διστάζει να ασχοληθεί. Είναι πλέον μιαρόν και αν το ακούσει, κινδυνεύει να εγγραφεί εις την μακράν λίσταν των δήθεν hipsters: ποζεράτων, ασχέτων, ψευδοαισθηματιών κλπ. Η μουσική όπως και το καλό φαγητό, όπως και το καλό ποτό είναι μάλλον θέμα ειδικών.
Δεν θα σχολιάσω την δισκοκριτικήν. Σπεύδω να ομολογήσω ότι θεωρώ την Μόνικαν κι εγώ πολύ καλήν μουσικόν και την ακούω όποτε τύχει με ενδιαφέρον και αισθήματα συμπαθείας - αλλά έως εκεί. Και ούτε καίγομαι να θεωρηθώ ο πρώτος ή δεύτερος ανακαλύψας τον νέον δημιουργόν εις το σύμπαν του "εσυσωλήνας" (youtube) ή του "διάστημάμου" (myspace). Αν τύχει και ακούσω κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς.
Το ζήτημα είναι ότι όλη τούτη η Μονικολογία όπως και η μπαρολογία, η εστιατοριολογία και τα βαρβαριστί λεγόμενα "things to do" ή τα νέα "hot spots" (ελληνιστί: καυτά σημεία - η Χαλυβουργική προφανώς είναι πασέ) έχουν κουράσει. Ταυτοχρόνως έχει κουράσει και το άγχος να φανεί ότι ημείς, αν και κυνηγοί της νέας (εναλλακτικής πάντοτε) μοδός, διαφέρομεν από τους άλλους (οι οποίοι θα μας αντιγράψουν συντόμως, αλλά ημείς θα είμεθα ήδη πιστοί του νέου αγνώστου εις τους πολλούς καλλιτέχνου). Και όλα τούτα διότι δεν είμεθα φανς απλοί, αλλά με άποψιν. Και όταν αι μάζαι ανακαλύψουν την μουσικήν μας, τότε αυτή δεν θα μας αρέσει, διότι οι επιλογές μας δεν βασίζονται εις αισθητικά κριτήρια αλλά εις κριτήρια μοδός. Και όλα τούτα βεβαίως πρέπει να φανούν και δια του αντισυμβατικού και εναλλακτικού λόγου μας.
Διαβάζων λοιπόν την πρώτην παράγραφον ενθουσιάζομαι από το άκλιτον "της Μόνικα". Μου θυμίζει τας ωραίας εποχάς, όταν οι ανθιστάμενοι εις την ελληνικουρίαν της δημοτικής από υπερβάλλοντα ζήλον έλεγαν "της Μαρία Κάλλας", "του Σικάγο", "τα καζίνο". Ενθουσιάζομαι επίσης από την σκέψιν να παίξει η Μόνικα με την Γαλάνην: λέγεται και τούτο εις hipster-ικόν πλαίσιον (μάλλον θεωρείται η Γαλάνη τοτέμ των hipsters: προ εικοσαετίας την άκουγαν οι ψαγμένοι, τώρα πλέον οι ακόλουθοί τους). Ενθουσιάζομαι τέλος από το "χαχα, κιουτ" ως και από το "φακ" της επομένης παραγράφου. Είμαι σίγουρος ότι ο συντάκτης έχει μελετήσει την επιγραφή Ραμπατάκ εις το μουσείον της Καμπούλ και εισηγείται (προσοχή μην γίνει hype όμως) την γραφήν των αγγλικών με ελληνικούς χαρακτήρας ως έκαναν οι αυτοκράτορες των Κουσάν με την βακτριανήν γλώσσαν. Δυστυχώς δεν διαρκεί πολύ αυτή η επιστροφή εις το ελληνιστικόν Αφγανιστάν, από το οποίον εμπνέεται, διότι εις επομένας παραγράφους μας επαναφέρει ανωμάλως εις την αγγλικήν (καίτοι με "αργόν fade-in"), δια να μας αποτελειώσει με αναμνήσεις από την εν Ελλάδι francophonie του Μεσοπολέμου: "ça commence bien".
Ωστόσο θα προσπαθήσω να τον μιμηθώ αναφωνών:
Άι αμ Κονσταντάιν δε χίπστερ εντ άι χεβ τζαστ φίνισντ.
Υστερόγραφον πρώτον: Ας συνεχίσει η Μόνικα την καλήν δουλειάν και ας αφήσωμεν τον χρόνον να κάνει σούμα.
Υστερόγραφον δεύτερον: Ας μην πληροφορήσει κανείς τον συντάκτη περί νέας δουλειάς της Hildur Gudnadottir ή (δια τους σκληροπυρηνικούς) του κλασικού Einojuhani Rautavaara (αν σκεφτώ έτερον σκανδιναυόν θα επανέλθω), διότι μυχίως θα στενοχωρηθεί που ακόμα δεν έγιναν hype, ώστε να κατακεραυνώσει τους ασχέτους φανς τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου